θλιβεροῦ

θλιβεροῦ
θλιβερός
chafing
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Greek military junta of 1967–1974 — Regime of the Colonels redirects here. For the generic usage as a term for military rule, see military junta. For the Polish regime of colonels, see Piłsudski s colonels. For other uses, see Colonels regime. History of Greece …   Wikipedia

  • Άλμπι, Έντουαρντ — (Edward Albee, Ουάσινγκτον 1928 –). Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας. Μπορεί να θεωρηθεί ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του νέου ρεύματος στο αμερικανικό θέατρο (New wave), που επιχείρησε να απαλλαγεί από έναν εύκολο και επιφανειακό ρεαλισμό, με την… …   Dictionary of Greek

  • θάνατος — ο 1. κατάσταση ενός οργανικού όντος όταν σταματούν όλες οι λειτουργίες του: Φυσιολογικός θάνατος. – Βίαιος θάνατος. – Βρήκε ένδοξο θάνατο. 2. χαρακτηρισμός γεγονότος πολύ θλιβερού: Η αποτυχία του γιου του ήταν γι αυτόν θάνατος. 3. νέκρωση:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”